ποτισμός

ποτισμός
ποτ-ισμός, , = foreg., Call.
A Fr.anon.121, BGU912.20 (i A.D.), Aq.Pr.3.8.
2 irrigation, PCair.Zen.268.36 (iii B.C.), PAmh.2.91.11 (pl., ii A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτισμός — Fr.anon. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμός — ο, ΝΑ [ποτίζω] 1. το πότισμα 2. η άρδευση …   Dictionary of Greek

  • ποτισμοῖο — ποτισμός Fr.anon. masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμοί — ποτισμός Fr.anon. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμοῦ — ποτισμός Fr.anon. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμούς — ποτισμός Fr.anon. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμῶν — ποτισμός Fr.anon. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμῷ — ποτισμός Fr.anon. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμόν — ποτισμός Fr.anon. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι τού πίνω*, με δυσερμήνευτο σ (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”